- παρεξαίρω
- Α1. σηκώνω, υψώνω κοντά («βακτηρίας... ἅς παρεξαίροντας εἰς τὴν ἐπιφάνειαν... σώζεσθαι», Στράβ.)2. παθ. παρεξαίρομαια) υψώνομαιβ) επαίρομαι («παρεξαρθέντες οὐκ ἀνθρωπίνως», Σκύμν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐξαίρω «υψώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.